- ῥᾳδιούργημα
- ῥᾳδιούργ-ημα, ατος, τό,A misdeed, villany. D.H.1.77, Act.Ap.18.14, Plu.Pyrrh.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥᾳδιούργημα — misdeed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραδιούργημα — το / ῥᾳδιούργημα, ΝΜΑ [ραδιουργῶ] δόλια ενέργεια εναντίον κάποιου, κακούργημα («εἰ μὲν οὖν ἦν ἀδίκημά τι ἤ ῥᾳδιούργημα πονηρόν», ΚΔ) αρχ. 1. απερίσκεπτη πράξη 2. ψεύτικη, πλαστή ιστορία, κατασκεύασμα τής φαντασίας … Dictionary of Greek
ῥᾳδιουργημάτων — ῥᾳδιούργημα misdeed neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργήματα — ῥᾳδιούργημα misdeed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥᾳδιουργήματος — ῥᾳδιούργημα misdeed neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԽԱՐԴԱԽՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0930 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical գ. ἕνεδρος, ἑπιβουλή insidiae κακία , κακοπραγία maleficentia ἑπιτήδευμα, παραδιατριβή, ῤαδιούργημα , στραγγαλία, σπίλας, μεθοδεία dolus, versutia եւն. Նենգութիւն. դաւաճանութիւն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)